- νειοκόρος
- νειο-κόρος, ὁ, ἡ, [dialect] Ion. for νεωκόρος, AP6.356 (Pancrat.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νειοκόρος — νειοκόρος, ὁ, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. νεωκόρος … Dictionary of Greek
νειοκόρου — νειοκόρος masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειοκόρους — νειοκόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek